νόσημα

νόσημα
νόσ-ημα, [dialect] Ion. [pref] νούς-, ατος, τό, ([etym.] νοσέω)
A disease, Hp.Flat.1, S.Ph. 755, E.El.656, Th.2.49,53, etc.;

τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Isoc.8.39

;

νοσήμασι περιπίπτειν X.Cyr.6.2.27

;

νοσήματα τῶν σπερμάτων Thphr.HP 8.10.1

; [τῶν φυτῶν] ib.4.14.1.
2 metaph., of passion, vice, etc.,

ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. A.Pr.227

; ν. γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους ib.685; νοσοῖμ' ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν ib.978; of love, S.Fr.149.1;

τὸ ν. τῆς ἀδικίας Pl.Grg.480b

, cf. Chrysipp.Stoic.3.103
.
b of any grievous affliction, S.OT1293; esp. of disorder in a state,

τυραννίδα . . ἔσχατον πόλεως ν. Pl.R.544c

, cf. D.19.259
, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοσήμα — νοσήμᾱ , νοσήμη fem nom/voc/acc dual νοσήμᾱ , νοσήμη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσημα — disease neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσημα — (I) το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) [νοσώ] πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια τής υγείας και τής ισορροπίας τού οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.) αρχ. μτφ. α) ηθική αρρώστια… …   Dictionary of Greek

  • νόσημα — το, ατος αρρώστια, νόσος, ασθένεια: Πάσχει από πνευμονικό νόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόσημ' — νόσημα , νόσημα disease neut nom/voc/acc sg νόσημαι , νοσήμη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσημάτων — νόσημα disease neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήμασι — νόσημα disease neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήμασιν — νόσημα disease neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματα — νόσημα disease neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματε — νόσημα disease neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματι — νόσημα disease neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”